Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

των νέων

  • 1 молодёжный

    молодёжный της νεολαίας, των νέων
    * * *
    της νεολαίας, των νέων

    Русско-греческий словарь > молодёжный

  • 2 юношеский

    επ.
    νεανικός, εφηβικός•

    юношеский возраст νεανική ηλικία.

    || των νέων, της νεολαίας•

    -ая газета εφημερίδα των νέων.

    Большой русско-греческий словарь > юношеский

  • 3 юнкерский

    επ.
    του μεγαλοκτηματία, του μεγαλοτσιφλικά. || των νέων•

    -ое училище στρατιωτική σχολή των γιούνκερ.

    Большой русско-греческий словарь > юнкерский

  • 4 новейший

    новейший (превосх. ст.
    * * *
    превосх. ст. от новый

    нове́йшая исто́рия — η ιστορία των νέων χρόνων

    Русско-греческий словарь > новейший

  • 5 от

    I от (ото) 1) β рази. знач. από* εξαιτίας· я получилписьмо от родных έλαβα γράμμα από τους δικούς μου·это от меня не зависит αυτό δεν εξαρτάται από μένα· кто сидит справа (слева) от вас? ποιος κάθεται στα δεξιά (στ* αριστερά) σας; я в восторге от картины είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα 2) (при обознач. средства против чего-л.) για· дайте мне что-нибудь от головной боли δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο ◇ от всего сердца με όλη μου την καρδιά· от всей души μ' όλη μου την ψυχή II от новый) νέος· μοντέρνος \отая история η ιστορία των νέων χρόνων
    * * *
    1) в разн. знач. από; εξαιτίας

    я получи́л письмо́ от родны́х — έλαβα γράμμα από τους δικούς μου

    э́то от меня́ не зави́сит — αυτό δεν εξαρτάται από μένα

    кто сиди́т спра́ва (сле́ва) от вас? — ποιος κάθεται στα δεξιά (στ’ αριστερά) σας

    я в восто́рге от карти́ны — είμαι ενθουσιασμένος από τον πίνακα

    2) (при обознач. средства против чего-л.) για

    да́йте мне что́-нибудь от головно́й боли — δώστε μου κάτι για τον κεφαλόπονο

    ••

    от всего́ се́рдца — με όλη μου την καρδιά

    от всей души́ — μ'ολη μου την ψυχή

    Русско-греческий словарь > от

  • 6 история

    история
    ж
    1. ἡ ίστορία:
    новая \история ἡ ιστορία τών νέων χρόνων \история болезни мед. τό ἰστορικόν ἀσθενείας·
    2. (происшествие, случай) ἡ ίστορία, τό περιστα-τικό[ν]:
    неприятная \история ἡ δυσάρεστη ίστορία· ◊ хорошенькая \история1 ирон. ἀλλο πάλι αὐτό!· вечная \история πάλι τά ἰδια καί τά ἰδια· э́то целая \история εἶναι ὁλόκληρη ιστορία· об игом \история умалчивает ἡ ίστορία σιωπᾶ.

    Русско-новогреческий словарь > история

  • 7 молодежный

    молодежн||ый
    прил τής νεολαίας, των νέων, νεολαιίστικος:
    \молодежныйые организации οἱ ὁργανώσεις τής νεολαίας.

    Русско-новогреческий словарь > молодежный

  • 8 новый

    но́в||ый
    прил
    1. νέος καινούρ(γ)ιος / πρόσφατος (недавний):
    \новый костюм ἡ καινούρια φορεσιά· \новый дом τό νεόκτιστο σπίτι· \новыйое открытие ἡ νέα ἀνακάλυψη, ἡ νέα ἐφεύρεση· это чго́-то \новыйсе αὐτό εἶναι κάτι τό καινούργιο· \новый номер журнала τό νέο τεῦχος περιοδικού· Новый год τό Νέον ἐτος, ἡ πρωτοχρονιά· что \новыйого? τί νέα;, τί νεώτερα;· ничего́ \новыйого τίποτε τό νεώτερο·
    2. (современный) νέος, μοντέρνος, σύγχρονος· ◊ вписать \новыйую страницу в науку γράφω νέα σελίδα στήν ἐπιστήμη· \новыйая история ἡ ἰστορία τῶν νέων χρόνων \новый завет рел. ἡ Καινή Διαθήκη.

    Русско-новогреческий словарь > новый

  • 9 молодёжный

    επ.
    νεολαιίστικος, της νεολαίας, των νέων•

    -ая организация νεολαιίστικη οργάνωση•

    -ая песня νεολαιίστικο τραγούδι.

    Большой русско-греческий словарь > молодёжный

  • 10 выведение

    1. (уничтожение) η εξόντωση, (сорняков) το ξερίζωμα, (паразитов) η εξουδετέρωση, η θανάτωση 2. (новых пород, сортов) η καλλιέργεια
    η παραγωγή (νέων ειδών, ποικιλιών)
    3. (заключения) η εξαγωγή (συμπεράσματος) 4. (на орбиту) η θέση/τοποθέτηση (σε τροχιά) 5. (пятен) о καθαρισμός (των στιγμάτων, λεκέδων) б.(формулы) η εξαγωγή (του τύπου) 7. (ис-ключение из чего-л.) η διαγραφή.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выведение

  • 11 внедрение

    ουδ.
    ρίζωση, εμφύτευση, θεμελίωση• εισαγωγή, μπάσιμο•

    внедрение достижений науки в производстве εισαγωγή των επιτεύξεων της επιστήμης στην παραγωγή•

    внедрение новых идей η εμφύτευση νέων ιδεών.

    Большой русско-греческий словарь > внедрение

  • 12 освоение

    ουδ.
    αφομοίωση• αξιοποίηση καλλιέργεια•

    освоение нового материала учениками η αφομοίωση της νέας διδακτικής ύλης από τους μαθητές•

    освоение новых методов производства αφομοίωση νέων μεθόδων παραγωγής.

    || κατάχτηση• καλλιέργεια•

    освоение техники η κατάχτηση της τεχνικής•

    освоение космоса κατάχτηση του Διαστήματος•

    освоение целинных и залежных земель η καλλιέργεια των παρθένων και χέρσων εδαφών.

    Большой русско-греческий словарь > освоение

См. также в других словарях:

  • Φίλος των Νέων — Η πρώτη χρονολογική ελληνική εφημερίδα της Σμύρνης. Ιδρύθηκε το 1831 από τον Αντ. Δαμιανό και ήταν εβδομαδιαία …   Dictionary of Greek

  • Χριστιανική Αδελφότης Νέων — (XAN). Διεθνής οργάνωση που αποβλέπει στην ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων, με βάση τις αρχές του Ευαγγελίου. Η δράση της καθορίζεται από καταστατικό που εγκρίθηκε το 1885 στο Παρίσι. Η XAN ιδρύθηκε στην Αγγλία το 1844 από τον Γ. Ουίλιαμς, με σκοπό …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»